κανονικός

κανονικός
Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται στους κανόνες που ρυθμίζουν τα εκκλησιαστικά θέματα. κανονικές συνθήκες (Φυσ.). Οι φυσικές συνθήκες που καθορίζονται από πίεση p = 760 mm στήλης Hg (κανονική ατμόσφαιρα) και θερμοκρασία θ = 0°C (273,15°Κ). Στις συνθήκες αυτές ο μοριακός όγκος V0 ενός ιδανικού αερίου είναι V0 = 2,24136·10-2 m3 /mol. Η πίεση Ρ και η θερμοκρασία θ καθορίστηκαν για να ανάγονται σε αυτές τα πειραματικά εξαγόμενα, έτσι ώστε η σύγκρισή τους να γίνεται πάντοτε κάτω από τις ίδιες συνθήκες. κανονικό σημείο βρασμού του νερού. Η θερμοκρασία ισορροπίας ανάμεσα στην υγρή και στην αέρια φάση του νερού σε κανονική πίεση (760 mm Hg). Παλαιότερα, το κ. σημείο βρασμού οριζόταν ως το άνω σταθερό σημείο της εκατονταβάθμιας θερμομετρικής κλίμακας του Κελσίου. Η θερμοδυναμική θερμοκρασία βασίζεται σήμερα στο τριπλό σημείο του νερού και η τιμή της, η οποία έχει επιλεγεί έτσι ώστε το κ. σημείο βρασμού να είναι ίσο με 100°C μέσα στα όρια των πειραματικών μετρήσεων, ισούται με 273,16°Κ σε πίεση 611,2 Pa.
* * *
ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM κανονικός, -ή, -όν) [κανών]
1. αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα, ο ομαλός
2. εκκλ. α) αυτός που αναφέρεται στους εκλησιαστικούς κανόνες ή συμφωνεί με τα δόγματα τής εκκλησίας
β) το αρσ. ως ουσ. ο κανονικός
αυτός που ανήκει στην υπηρεσία τής Εκκλησίας, ο κληρικός
γ) το θηλ. ως ουσ. η κανονική
παρθένος που είναι αφιερωμένη στην υπηρεσία τής Εκκλησίας, χωρίς όμως να καρεί μοναχή
δ) φρ. i) «κανονικά βιβλία» — τα βιβλία τής Αγίας Γραφής που έχουν αναγνωριστεί από την Εκκλησία ως γνήσια και θεόπνευστα σε αντιδιαστολή με τα απόκρυφα
ii) «κανονικά γράμματα» — συστατικές επιστολές που δίνονται από επίσκοπο σε απολυόμενο κληρικό δυνάμει τών οποίων μπορεί αυτός να ιερουργεί σε άλλο εκκλησιαστικό κλίμα, απολυτικές επιστολές
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχηματιστεί ή κατασκευαστεί σύμφωνα με γενικά παραδεδεγμένες αναλογίες, σύμμετρος, φυσιολογικός, αρμονικός («κανονικά χαρακτηριστικά προσώπου»)
2. αυτός που είναι σύμφωνος με τους κανονισμούς και τις ισχύουσες διατάξεις τών νόμων, τακτικός, συνήθης («κανονικές αποδοχές»)
3. (γεωμ.) αυτός που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες ίσες μεταξύ τους («κανονικό εξάγωνο»)
4. το ουδ. ως ουσ. το κανονικό(ν)
η ιδιότητα τού κανονικού, η κανονικότητα
5. φρ. α) «κανονικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ερευνούν τα πράγματα βάσει ορισμένων κανόνων, οι δεοντολογικές επιστήμες, όπως είναι, λ.χ., η λογική, η ηθική, η αισθητική κ.ά.
β) «κανονική βαθμίδα»
γλωσσ. βαθμίδα μετάπτωσης, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, η οποία αποτελεί υποδιαίρεση τής ισχυρής βαθμίδας και περιλαμβάνει δύο τύπους, την απαθή βαθμίδα και την ετεροιωμένη βαθμίδα
γ) «κανονικό δίκαιο» — το δίκαιο που απορρέει από τους ιερούς κανόνες
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κανονικό(ν)
η ετήσια αντιμισθία που χορηγούσε το χωριό στον ιερέα, ιδίως σε σιτηρά, ή η περιφέρεια στους αρχιερείς, κν. δικονιά, μπατίκι
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στους αστρονομικούς πίνακες
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ κανονικοί
α) οι θεωρητικοί τής μουσικής
β) οι κατασκευαστές αστρονομικών πινάκων
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κανονικόν
(κατά την επικούρεια φιλοσ.) η λογική, επειδή διδάσκει τους κανόνες τού διανοείσθαι
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ κανονικός
εκκλ. ο γνώστης τών εκκλησιαστικών κανόνων
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ κανονική (ενν. τέχνη)
η θεωρητική μουσική, κατά την οποία οι φθόγγοι ρυθμίζονται βάσει τών διαφόρων αρμονιών.
επίρρ...
κανονικά και κανονικώς (AM κανονικῶς)
με κανονικό τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο μέτρο
νεοελλ.
1. εύρυθμα, σύμμετρα
2. ομαλά, χωρίς απρόοπτα, χωρίς δυσχέρειες («τα πράγματα εξελίσσονται κανονικά»)
νεοελλ.-μσν.
σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις, με τον σωστό τρόπο
μσν.
σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κανονικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα: Αυτός είναι ο κανονικός σχηματισμός του ρήματος. 2. συμμετρικός, φυσιολογικός, ομαλός: Έχει κανονικό σώμα. 3. τακτικός: Θα σε επισκεφτώ στην κανονική ώρα λειτουργίας του γραφείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κανονικά — κανονικός of neut nom/voc/acc pl κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc/acc dual κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικώτερον — κανονικός of adverbial comp κανονικός of masc acc comp sg κανονικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικῶν — κανονικός of fem gen pl κανονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικόν — κανονικός of masc acc sg κανονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Каноник — (κανονικός): 1) в древней греческой церкви название священнослужителей, внесенных в список (κανων) или священный каталог епархии. От греков это название перешло в римскую и позже в англиканскую церкви, где им обозначается штатный… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κανονικαῖς — κανονικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικαί — κανονικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”